Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Κώστας Τσιαντής-Το νέο μέτωπο του πολέμου


 Το νέο  μέτωπο του  πολέμου
Κώστας Τσιαντής

1. Πέρασαν ήδη  πάνω από 2500 χρόνια  από τότε που ο Ηράκλειτος, στρέφοντας το βλέμμα του από τον Κόσμο/Εν  στον κόσμο των όντων,  αφύπνισε  τους  περί το Εν εφησυχάζοντες  μιλώντας για το γεγονός του πολέμου. Ο κόσμος αυτός της γέννησης και της φθοράς, θα πει ο Ηράκλειτος, είναι ο κόσμος της διαφοράς και των αντιθέσεων. Εδώ: "Ο πόλεμος είναι ο γεννήτορας  όλων, όλων ο βασιλεύς". Και "άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους"  (πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τούς δε ελευθέρους) (απ. 53).  Πόλεμος: χωρίς συγκεκριμένη μορφή, γιατί μπορεί να πάρει και παίρνει ποικίλες μορφές (όχι μόνο στρατιωτική). Και η σκέψη, λοιπόν, σε κατάσταση πολέμου και όλοι όσοι θέλουν να είναι ελεύθεροι. Ιδού η διαλεκτική της ιστορίας.
     Και ο Πλάτων θα επαναλάβει: «Αυτό που οι περισσότεροι από τους ανθρώπους ονομάζουν ειρήνη δεν είναι παρά ένα άδειο όνομα»  ('Ην γαρ καλούσιν οι πλείστοι των ανθρώπων ειρήνην, τούτ' είναι μόνον όνομα). «Στην πράξη υπάρχει πάντα κατά τρόπο φυσικό ένας ακήρυχτος πόλεμος μεταξύ όλων των κρατών» ( τώ δ' έργω πάσαις προς πάσας τας πόλεις αεί πόλεμον ακήρυκτον κατά φύσιν είναι), αλλά και ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας και μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας (Πλάτωνος  Νόμοι, Α, 626 a-d).  Και επειδή ο άνθρωπος ενεργεί «μετά λόγου γνώσεως» (αφού έχει προηγουμένως διαλογισθεί  πάνω στα πράγματα),  για το λόγο αυτό:  «Η πρώτη και η πιο άριστη απ' όλες τις νίκες είναι για κάθε άνθρωπο να νικήσει τον εαυτό του [να βγει από την πλάνη]. Αντίθετα, το να νικηθεί κανείς από τον εαυτό του είναι το πιο αισχρό και συνάμα το χειρότερο απ’ όλα» (Πολέμου εν εκάστοις ημών όντος προς ημάς αυτούς. Το νικάν αυτόν  πασών νικών πρώτη τε και αρίστη, το δε ηττάσθαι αυτόν υφ' εαυτού πάντων αίσχιστόν τε άμα και κάκιστον. Πλάτωνος Νόμοι, 626 e).

2.   Λόγια ελληνικά!  που οι σημερινοί Έλληνες τα σνομπάραμε ή τα υποτιμήσαμε, ακολουθώντας το λόγο της νεωτερικότητας και τις κατασκευές του κονφορμισμού. Δεν μπορέσαμε να νικήσουμε τον εαυτό μας (να διαμορφώσουμε δική μας άποψη, πριν πάρουμε γραμμή), πιασμένοι στις ξόβεργες της  κομματοκρατίας, της συναλλαγής  και της ιδιωτίας: ανοικτομάτες, οξυδερκείς και πολεμοχαρείς για τα προσωπικά μας συμφέροντα, αλλά  χαύνοι και  αφελείς για τους  αόρατους ξενοκίνητους  πολέμους  που διεξάγονταν  μέσα στη χώρα κι έτρωγαν τα σωθικά της.  
    Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: 1985-1995. Μέσα σε καθεστώς  οξείας κομματικής  πόλωσης και προχωρημένης  ηθικής σήψης  η ελληνική πολιτική έχει εγκαταλείψει τα οχυρά και η  γλυκιά μέθη μας γύρω απ’ το στρωμένο τραπέζι της ευωχίας επιτρέπει την απρόσκοπτη  επέλαση  του  αφελληνισμού και της χρεωκρατίας.  Κάποιοι είδαν από μακριά το κακό και φώναξαν. «Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη»- Δ. Σαββόπουλος το 1989. «Απάτη που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό, στο ντάτσουν  μιας φυλής που ζει φευγάτη απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.  Κωλοέλληνες: . [..]. Τιμωρός καιρός- πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις από δω και μπρος»[1]. Το 1990 Κ. Ζουράρις θα απαντήσει στο γενικό ξεπεσμό και την έκλειψη της πολιτικής με το «γελάς ελλάς αποφράς» και με τα λόγια του Σφακιανού βοσκού που λέει:  «Εμείς οι Σφακιανοί αγαπάμε τον πόλεμο, μα να’ναι δίκαιος πόλεμος»[2]. «Ναι», σχολιάζει ο Ζουράρις: «Ο ταπεινός ποιμήν αιγών, γνωρίζει, όπως ο αλαζονικός Πρίαμος, ποιμήν λαών, πως δεν ξεριζώνεται από τη φύση του Δήμου ο πόλεμος, διότι ο πόλεμος είναι πατήρ πάντων, όπως του θυμίζει ο Ηράκλειτός του. [..]. Ναι, εμείς οι Σφακιανοί, αγαπάμε τον πόλεμο, διότι αγαπάμε την ησυχία μας και χωρίς τον πόλεμο, κινδυνεύουμε να έχουμε ησυχία που επιβάλλουν οι άλλοι, ησυχία τάφου ή δεσμωτηρίου. Ησυχία μας είναι η ελευθερία μας. Κι η ελευθερία είναι πολεμοχαρής. Αλλιώς γίνεται δουλεία. [...]. Αν αγαπάς την ελευθερία σου, παίζεις πάντοτε κορώνα γράμματα την ησυχία σου, διότι υπάρχουν στιγμές, όπου η ησυχία σου θα γίνει η δουλεία σου...Διάκρισις λοιπόν, πάντοτε αινιγματική, αβέβαιη και επώδυνη, διάκρισις ελληνοπρεπής, και ποτέ δυτικίζουσα υπεραπλούστευση βλακώδης ή εθελόδουλη, τύπου κίνημα ειρήνης, Μπέρτραντ Ράσσελ, ή αντιρρησίας συνείδησης, δηλαδή κομψεπίκομψη συνέντευξη και λούφα, ενώ τα κορόιδα υπηρετούν στα χαρακώματα του Έβρου επί τρείς χιλιάδες χρόνια, χωρίς αντίρρηση βεβαίως και χωρίς συνείδηση»[3].

3. Ποιος άκουγε;  Πόλεμος ή  καλύτερα ειρηνική εισβολή (χωρίς αντίσταση)  σε όλα τα μέτωπα  συντελούνταν  εναντίον μας: πόλεμος οικονομικός, ψυχολογικός, ιδεολογικός, γεωπολιτικός, πολιτισμικός. Όμως  ποιος  είχε  μάτια για να δει κι αυτιά ν’ ακούσει;
 Σήμερα θρηνούμε όπως ο Ιερεμίας στα τείχη της Ιερουσαλήμ. Βλέπουμε  τα αποτελέσματα της αφέλειας και της απερισκεψίας μας. Πληρώνουμε  τα χαράτσια των μνημονίων και την εξαθλίωση. Ζούμε την πολιτική υποταγή μας  στην τρόικα και  στην εξουσία της παγκόσμιας διακυβέρνησης  (με όσες εξαιρέσεις μπορεί να υπάρχουν). Ζούμε  τη  μεθοδική  υφαρπαγή (δια των συμβάσεων δανεισμού, του Ταμείου και του αγγλικού δικαίου)  των πλουτοπαραγωγικών και ενεργειακών πόρων της χώρας, την εκποίηση της περιουσίας του ελληνικού δημοσίου  και των σπιτιών  των χρεωμένων  νοικοκυριών που βγαίνουν στο σφυρί. Ζούμε  τα ερημωμένα εργοστάσια, τα κλειστά μαγαζιά, τις στρατιές των ανέργων, τα κατοχικά συσσίτια,  το δράμα των αστέγων και εξαθλιωμένων, το πλήθος  των νέων  που μεταναστεύουν, τα μηνύματα και τη σιωπή των 4000 αυτόχειρων. Ζούμε την   κατεδάφιση του πολιτισμού και της ιστορίας μας, τη διαστρέβλωση της γλώσσας και των αξιών, τον εθνομηδενισμό και τον ιστορικό  αφανισμό μας.    
4.    Αυτά  είναι το προϊόν  της νεότερης νοοτροπίας μας: του χαρακτήρα των συνεχιστών ενός γένους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την ιστορική και πολιτιστική ταυτοποίησή τους (είμαστε ό,τι μας λένε οι ξένοι πως είμαστε), αλλά που η πίστη τους  στη γνώση (αλήθεια) τους ωθεί  να την ταυτίζουν με το αγαθό (με την επ’ αγαθώ χρήση της), παρότι δεν έχει  δημιουργεί  ακόμα  η πολιτική και πολιτιστική βάση προς τούτο.
       Δεν μας μένει  παρά να διδαχτούμε  απ’ τα παθήματά μας. Η πολιτική ζωή που σήμερα έχουμε ανάγκη  δεν μπορεί να  είναι αυτή που γνωρίσαμε. Η  ζωντανή πραγματικότητα που βρίσκεται μπροστά  μας  ξεπερνάει  τα παραδοσιακά σχήματα και  την αφελή αντίληψη για την πολιτική. Καθορίζει  την αναγκαιότητα  για την πολιτική ως  στρατηγικό αγώνισμα που μπορεί να διακρίνει κάθε είδος πολέμου και να το  αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
5.     Η ιστορία δείχνει πως μια τέτοια πολιτική  δεν μπορεί να υπάρξει για μια χώρα όσο το πολιτικό της σύστημα ορίζεται εκ των άνω.  Εκχώρηση  του δικαιώματος και της ευθύνης του πολίτη σε  εκ των άνω υποδεικνυόμενους αντιπροσώπους, μπορεί μεν να μας ανακουφίζει από το καθημερινό βάρος της ευθύνης, αλλά έχει αποδειχτεί ατελέσφορη και επικίνδυνη για το έθνος,  για   τα συμφέροντα και τις ελευθερίες του λαού. Η ουσία της πολιτικής μετατοπίζεται πλέον σήμερα από τις παραδοσιακές  ιδεολογίες  στο νέο μέτωπο της  πολιτικής σύγκρουσης που έχει ανοίξει στη Δύση εδώ και δυο τουλάχιστον αιώνες: στο μέτωπο  μεταξύ Δημοκρατίας και Ολιγαρχίας, μεταξύ πραγματικής δημοκρατίας και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας (τραπεζιτών).
       Και το μέτωπο αυτό  δεν είναι άλλο από τη συνέχιση του μετώπου που άνοιξε στην αρχαία Αθήνα και οδήγησε στην εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας με τον Σόλωνα τον Κλεισθένη, τον Εφιάλτη και τον Περικλή.   Από την έκβαση αυτού του πολέμου και από την επανίδρυση σήμερα της Δημοκρατίας εξαρτάται η ελευθερία και το μέλλον του ανθρώπου.
ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΤΣΙΑΝΤΗΣ




[2]  Κώστας Ζουράρις, γελάς ελλάς αποφράς, Αθήνα: Αρμός, 1990, σ. 109.
[3]  ό. π. σσ. 108-109.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)