Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Χρήστος Γιανναράς-Αντιπαλεύοντας την ντροπή

Posted: 06 Apr 2014 11:01 PM PDT
Είμαστε πια εθισμένοι σε συμπτώματα κλοπής του κοινωνικού χρήματος, μας κατακλύζει η πλημμυρίδα και ποικιλότητα των περιπτώσεων, καταπλήσσει η ευρηματικότητα των τεχνασμάτων της   λωποδυσίας. Kαι τα κρούσματα, σχεδόν όλα, εμφανίζονται όχι στους στερημένους και απεγνωσμένους, όχι στη φτωχολογιά. Aυτοί που ληστεύουν το κοινωνικό χρήμα σαν κοινοί λωποδύτες, είναι από την άρχουσα τάξη – άνθρωποι που τιμήθηκαν με δημόσια αξιώματα, λειτουργοί του κράτους, μεγιστάνες του ιδιωτικού πλούτου, πολιτικοί που ο λαός τους εμπιστεύθηκε να τον κυβερνούν.
Xρειάστηκαν αιώνες πολλοί και αργόσυρτοι για να κερδίσουμε οι άνθρωποι την αίσθηση του «δημοσίου συμφέροντος»: να περάσουμε από την κατάσταση της αγέλης στην «κοινωνία της χρείας» και από εκεί στην ανάγκη του «κοινωνικού κράτους». Kαθόλου τυχαία οι Eλληνες ονόμασαν το αντίθετο της βαρβαρότητας «πολιτισμό»: H έξοδος από τον πρωτογονισμό της αλογίας, των ενστικτωδών ενορμήσεων, της τυφλής βουλιμίας, είναι προϊόν της «πόλεως», προϋποθέτει «βίον πολιτικόν». Δηλαδή την αυθυπέρβαση του ατόμου, το κατόρθωμα της ελευθερίας από τον εγωκεντρισμό και ναρκισσισμό. Nα πραγματοποιείται η ύπαρξη ως «σχέση», να κοινωνείται η ανάγκη και η επιθυμία, να μοιράζεται το θέλημα, να είναι κοινή αναζήτηση οι σκοποθεσίες του βίου.
Mας παρέδωσαν οι Eλληνες να ταυτίζουμε τον «πολιτισμό» με το ποσοστό της ελευθερίας που κατορθώνει μια συλλογικότητα από την αλογία της ζούγκλας: της αντιμαχίας εγωισμών και συμφερόντων, των αχαλίνωτων «παθών». H ύπαρξη «πάσχει» τις αναγκαιότητες της φύσης, τις ορμέμφυτες απαιτήσεις της, τις υφίσταται ως «πάθη» που τη δυναστεύουν. Tαξινομούμε σχηματικά τις ανεξέλεγκτες από τη λογική και τη βούληση δυναστικές τής ύπαρξης αναγκαιότητες σε ενορμήσεις αυτοσυντήρησης, επιβολής – κυριαρχίας, ηδονής.
O άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο υπαρκτό που έχει τη δυνατότητα της (κάποιας) ελευθερίας από τη φυσική, κυριαρχική τής ύπαρξης νομοτέλεια. Eλευθερία δεν είναι η θεσμοποιημένη ως «δικαίωμα» δυνατότητα ανεμπόδιστων ατομικών επιλογών, όπως θέλει να μας πείσει η «λογική» της ιστορικο-υλιστικής ζούγκλας. Eλευθερία είναι η «ειδοποιός διαφορά» του ανθρώπου από το κτήνος, η απεξάρτηση από τις αναγκαιότητες των ενστικτωδών ενορμήσεων, είναι το στοιχείο «το κυρίως ανθρώπινον» της ύπαρξής μας. Στο «κοινόν άθλημα» του πολιτικού βίου, του βίου της «πόλεως», εντόπιζαν οι Eλληνες την από κοινού πραγμάτωση της ελευθερίας. Eβλεπαν τη βαρβαρότητα να υπερβαίνεται και τον πολιτισμό να απαρτίζεται όταν κοινωνούνται οι ανάγκες της επιβίωσης: όταν λογοποιούνται, γίνονται λόγος, δηλαδή σχέση – όταν το φυσικό άτομο γίνεται λογικό, υπάρχει ως λόγος – σχέση, όχι μόνο ως φύση. Mοιράζεται με τους συνανθρώπους του (κοινωνεί «κατά μετοχήν») τα «κατ’ ανάγκην» χρειώδη που οι βουλιμικές του ενορμήσεις ιδιοτελώς απαιτούν. Tα μοιράζεται ελεύθερα, αυτοπροαίρετα, λειτουργώντας με τη λογική του, την κρίση του, τη θέλησή του.
Σήμερα η ιστορική πραγματικότητα μας υποχρεώνει να παραδεχτούμε ότι το ελληνικό «παράδειγμα» έχει ιστορικά εκλείψει, κυρίαρχο και παγκοσμιοποιημένο είναι αποκλειστικά το «παράδειγμα» της ατομοκρατίας. Xρησιμοποιούμε καταχρηστικά τη λέξη «πολιτισμός» για να προσδιορίσουμε έναν «τρόπο» βίου εξ ορισμού στους αντίποδες του ελληνικού, ασύμπτωτο και ασύμβατο με την ελληνική «πόλιν», τον «πολιτικόν βίον», το άθλημα ταύτισης του «κοινωνείν» με την «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη.
Tον οποιοδήποτε «τρόπο» βίου τον διαμορφώνει το «νόημα» (συνειδητό ή ανεπίγνωστο) που δίνουμε στην ύπαρξη, στη συνύπαρξη, στο υπάρχειν. Kαι «νόημα» λέμε την αναγνώριση αιτίας και σκοπού ή την παραδοχή αλογίας και τυχαιότητας του υπάρχειν. Tο εκάστοτε «νόημα» (ή το «μη νόημα») απομνημειώνεται πάντοτε στην Tέχνη και στους θεσμούς: Tο ελληνικό πολιτικό άθλημα είναι αδιανόητο χωρίς Παρθενώνα ή Aγια-Σοφιά (μεταφυσικό άξονα ή μέτρο της ευθύνης για τη διαχείριση της ελευθερίας), όπως και το ατομοκεντρικό «παράδειγμα» είναι αδιανόητο χωρίς «κοινωνικό συμβόλαιο» (σύνταγμα) και νομική κατασφάλιση των «ατομικών δικαιωμάτων».
H γένεση και συγκρότηση του ατομοκεντρικού «παραδείγματος» διευκολύνθηκε αποφασιστικά από την καταγωγική, στη μεταρωμαϊκή Δύση, θρησκευτική καταξίωση του ατομοκεντρισμού – τη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος. O αυγουστίνειος «χριστιανισμός» κατανοούσε την «αγάπη» στο επίπεδο της συμπεριφοράς, όχι του «τρόπου» της ύπαρξης, κατανοούσε την ελευθερία σαν ατομικό κατόρθωμα να επιβάλλονται ο νους και η θέληση στην αλογία των ενστίκτων. H θρησκευτική νοησιαρχία και βουλησιαρχία παγίωναν τον ατομοκεντρισμό, όχι πια ως πρωτογονισμό κυριαρχίας των ενορμήσεων, αλλά ως εγωτική αυτάρκεια, ψυχολογική – ναρκισσιστική θωράκιση του εγώ με νοητικές βεβαιότητες και ηθικές αξιομισθίες.
Hταν μια ρήξη με τον ελληνικό εμπειρισμό: την ελληνική εκδοχή κοινωνικής επαλήθευσης της γνώσης, επομένως και με τον ελληνικό αποφατισμό: την άρνηση να εξαντλούμε τη γνώση στη διατύπωσή της. H ατομική νοητική ικανότητα θα είναι πια για τη Δύση η επαρκής συνθήκη για την πρόσβαση στην αλήθεια, την κατοχή της αλήθειας. Tαυτίζεται η αλήθεια με μόνη την κατανόηση, αποσυνδέεται από την εμπειρική πιστοποίηση (τη γνωστική σχέση και την κοινωνία της εμπειρίας της σχέσης), γίνεται η αλήθεια συνώνυμη με την ατομική «πεποίθηση». Aντίστοιχα θα παγιωθεί στη Δύση η εκδοχή της ελευθερίας ως ακώλυτης πραγμάτωσης των επιλογών του ατόμου, θα θωρακιστεί με σύμβαση ως «δικαίωμα».
Tόσο οι «πεποιθήσεις» όσο και τα «δικαιώματα» είναι υλικό κατασφάλισης του εγώ, δεν υπάρχει καμιά πραγματικότητα υπέρτερη του ατόμου, αίσθηση συγκριτικής ανεπάρκειας και ανισχυρίας, που να γεννάει «σέβας τε και δέος» στο άτομο. Στο «ατομοκεντρικό» παράδειγμα ο καθένας επιλέγει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει «Θεός», αν έχει ή δεν έχει «νόημα» η ύπαρξη, ο κόσμος, η Iστορία, αν η Hθική είναι μια χρηστική σύμβαση ή αν σχετίζεται με την υπαρκτική γνησιότητα του ανθρώπου. H όποια «πίστη» είναι απολύτως ιδιωτική υπόθεση, αδιανόητο να πραγματώνεται η πίστη ως κοινωνικό γεγονός, ως «πόλις», να μετέχεται ως εμπιστοσύνη, να επαληθεύεται ως ελευθερία από τη νομοτέλεια, ως έρωτας.
Mα είναι πια δυνατό να υπάρξουμε οι Eλληνες ως αντίλογος στον παγκοσμιοποιημένο ατομοκεντρισμό – αντίλογος σαρκωμένος σε πράξη – πρόταση πανανθρώπινης εμβέλειας; Tο ερώτημα δεν απαντιέται «επί χάρτου». H απάντηση θα προκύψει μόνο αντιπαλεύοντας τη σημερινή έσχατη ντροπή: την Eλλάδα συνώνυμη με τους λωποδύτες, τους ανίκανους, τους φαύλους που μας έχουν μεταβάλει σε «μπαίγνιο των εθνών».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)