Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

φοβόμαστε το θάνατο-PITSIRIKI1

φοβόμαστε το θάνατο

ASFYXIA
Βουλιάζουμε,
κάτω απ την τέντα του γαλάζιου ουρανού μας,
κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου,
σε μια γη που δονείται ανάμεσα σ αμέτρητα αστέρια,
φτωχοί και πλούσιοι, άρχοντες και σκλάβοι, θύτες και θύματα,
συνταξιδιώτες όλοι μαζί στο ίδιο καράβι…
βουλιάζουμε όλοι μαζί από το βάρος ενός μυαλού που ξεχειλίζει,
σαν χύτρα σε κατάσταση βρασμού,
από δεισιδαιμονίες, στρεβλά πρότυπα, εικόνες, προκαταλήψεις,
προσκολλήσεις, εξαρτήσεις, προσδοκίες
και μια ιστορία γεμάτη ψέματα που μας ειπώθηκε όταν ήμασταν πολύ μικροί,
ένα έτοιμο σύστημα πεποιθήσεων
μας έστειλαν στα σχολεία τους για να μάθουμε τα μυστικά της ζωής
και τα μόνα που μας μάθανε ήταν να αποστηθίζουμε την μασημένη παλιά γνώση,
να συμμορφωνόμαστε με τα υπάρχοντα πρότυπα και να υπακούμε
στους μεγαλύτερους που ήξεραν,
πουθενά δεν μας είπαν για προκλήσεις, τόλμη, καινοτομίες, αμφισβήτηση, περιέργεια,
φαντασία και δημιουργικότητα
από τότε περιπλανιόμαστε, κουβαλώντας οδικούς χάρτες φόβου
που οδηγούν σε αδιέξοδα και καταστροφή,
σε αλληλοσπαραγμούς χωρίς ουσία, σε απέραντη μοναξιά και δυστυχία,
μια περιπλάνηση που δεν μας αφήνει να ευημερήσουμε,
να εξελιχθούμε και να ανακαλύψουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες,
να χαρούμε και να φχαριστηθούμε αληθινά τη ζωή,
αυτό το μοναδικό και μαγικό μυστήριο
και βουλιάζουμε όλο και πιο πολύ,
μέσα στο βούρκο των προσωπικών και διαχωριστικών μας πεποιθήσεων,
μέσα στα έλη των χρεωκοπημένων ιδεολογιών και των προτύπων μας
που μας εγκατέλειψαν γυμνούς μέσα στο κρύο, στο ψέμα και τη φτιαχτή ασχήμια,
στις προδομένες προσδοκίες μας
και σ ένα κόσμο βάρβαρο και άδικο που δεν αλλάξαμε ποτέ ουσιαστικά
γιατί ποτέ δεν το θελήσαμε αληθινά με την καρδιά μας,
γιατί η ανατροπή αυτή θα είχε πόνο
κι εμείς μάθαμε να τον αποφεύγουμε τον πόνο…
αρνούμαστε, λες κι από πείσμα,
να αμφισβητήσουμε ό,τι βολικά έχει βρει τη θέση του μέσα μας,
αρνούμαστε να ταράξουμε τα βαλτωμένα μας νερά,
θέλουμε να περάσουμε το ποτάμι χωρίς να βραχούμε,
θέλουμε ν αναστηθούμε χωρίς σταύρωση,
να μην συναντηθούμε με τη φύση και τη ρίζα του πόνου
και σπαταλάμε ολάκερη ζωή σε διαφυγές και σε αναμονές,
με βαριές αποσκευές στους ώμους, σε κρύους σταθμούς,
περιμένοντας τρένα που δεν έρχονται ποτέ,
ολάκερη ζωή να περιμένουμε κάτι να γίνει,
κάτι που θα μας πάει κάπου αλλού
και αυτό το αλλού να μην είναι πουθενά,
σπατάλη μιας ζωής περιμένοντας «κάτι καλύτερο»
και για το «κάτι καλύτερο» χάσαμε το «καλύτερο δυνατό»…
Βουλιάζουμε,
κορμιά κουρασμένα και ασθενικά
από την ατελείωτη σκληρή και άδικη καθημερινή βιοπάλη,
ταλαιπωρημένες και απελπισμένες ψυχές
που προσπαθούν να καταλάβουν πως γίνεται ο παράδεισος κόλαση,
πως τόση ομορφιά γίνεται ασχήμια,
πως γεννιέται τόση βαρβαρότητα μέσα σ ένα ανθρώπινο πλάσμα,
και συνεχώς να διαπιστώνουμε ότι έχει και πιο κάτω,
περισσότερη βαρβαρότητα…
εθελοτυφλούμε όλο και πιο πολύ,
θέλουμε να μην μας ενοχλήσουν τα «κουτάκια» μας
γιατί μας δίνουνε τις βολικές απαντήσεις
για να μπορέσει να μας πάρει ο ύπνος το βράδυ,
αυτή την ψευδαίσθηση του «όλα καλά» που λέμε
όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιο παλιό φίλο,
μπρός στα μάτια μας καταστρέφονται οι θάλασσες, τα ποτάμια, η καλλιεργήσιμη γη,
αθώα πλάσματα, μολύνεται ο αέρας που αναπνέουμε
κι εμείς ευχόμαστε να έχουμε την υγειά μας και να είμαστε καλά…
μα ο θάνατός μας είναι αργός και κατοικεί μέσα στα μπετόν,
σκουριάζουμε μαζί με τους τόνους από τα σίδερα και τα μέταλλα
που μέσα τους φωλιάζει η μοναξιά μας,
που μέσα τους κρύβονται οι φόβοι μας,
σαπίζουμε
μα συνηθίζουμε ακόμα και τούτη την αβάσταχτη δυσωδία της σαπίλας
γιατί είναι δικιά μας,
και οι μέρες έρχονται και πάνε
τα καλοκαίρια και οι χειμώνες,
οι μήνες και τα χρόνια περνάνε
κι εκλιπαρούμε για μια ξέγνοιαστη στιγμή, να μας αφήσουνε για λίγο ήσυχους
Βουλιάζουμε,
με μια λαχτάρα πάντα για τ αυτονόητα που δεν ζούμε,
την αγάπη, τη λευτεριά, την ομορφιά, την απλότητα, το χαμόγελο, τη γύμνια,
τις μοιρασιές, τα όμορφα μέρη, τις όμορφες αισθήσεις,
γιατί αυτό που ζούμε είναι ένα ψέμα,
η ψυχή το ξέρει μα διαφωνεί το μυαλό,
που αποδέχεται άχρηστες πεποιθήσεις, ανόητα και παρωχημένα πρότυπα,
μονάχα να υπομένουμε μάθαμε
όσα δεν τολμάμε ν αμφισβητήσουμε, να γκρεμίσουμε και να ξαναχτίσουμε,
σαν αιώνια ανώριμα παιδιά
που πεισματικά αρνούνται να ωριμάσουν,
αποκαμωμένοι απ τις καθημερινές μάχες
βουλιάζουμε
στους φτηνούς μας καναπέδες και τις καταναλωτικές μας ανέσεις
μ ένα στόμα ορθάνοιχτο,
περιμένοντας πεινασμένοι τα μαγικά μικρά μπλε χαπάκια
που πετάγονται από κάθε μεριά και κάθε γωνία,
απ όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα, όπου κι αν βρεθείς,
τηλεόραση, εκπομπές, ειδικοί σύμβουλοι, πολιτικοί,
επίσημες ανακοινώσεις, φορείς, ιδρύματα,
κι εμείς τα χάβουμε όλα, τα καταπίνουμε αμάσητα
μας καταστέλλουν, μας ηρεμούν, όλα μοιάζουν συνηθισμένα,
όλα είναι στη θέση τους, όλα πρέζα,
περήφανοι και πλήρεις, οπλισμένοι με το τελευταίο μας iphone
βγάζουμε selfies
μ εκείνο το χαμόγελο του ηλίθιου
Αργοπεθαίνουμε,
ευνουχισμένοι και ιδανικοί αυτόχειρες που αδυνατούν να αντιληφθούν την ουσία,
την ουσία που φωνάζει ολόκληρη η πλάση με κάθε τρόπο,
που ρέει ακατάπαυστα απ τις ανεξάντλητες πηγές του φωτός,
κωφεύουμε στα μηνύματα, γυρίζουμε την πλάτη στο οφθαλμοφανές,
φοράμε τα κοστουμάκια μας, τις μάσκες μας και βγαίνουμε στις λεωφόρους
και τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας
προσπαθώντας να τη βγάλουμε καθαρή, ν αποφύγουμε τα ατυχήματα,
να μην πονέσουμε, να μην ταραχτούν τα θολωμένα νερά του βάλτου μας,
μας αρκεί απλά να επιπλέουμε, άτολμοι στ απάτητα χωρίς σωσίβιο,
αδύναμοι μπροστά στο αυτονόητο και το απλό,
κουτοπόνηροι και πανούργοι στο να κοροϊδέψουμε ο ένας τον άλλο,
παρασέρνοντας ο ένας τον άλλο στη φθορά
στη σπατάλη της ενέργειας που είμαστε καμωμένοι,
το καράβι να πηγαίνει ολοταχώς για το παγόβουνο
κι εμείς
να σπρωχνόμαστε για το ποιός θα κάτσει στην πρώτη θέση,
κάνουμε πάρτι και ξεφαντώματα για εκτόνωση
κι αφήνουμε το καράβι του κόσμου μας να το κυβερνάνε παρανοϊκοί,
διεφθαρμένοι και επικίνδυνοι ψυχοπαθείς
Αργοπεθαίνουμε,
και δεν έχουμε ιδέα κατά που πάμε,
ένα προσανατολισμό, κάποιο σχέδιο,
δεν έχουμε ιδέα ότι οι σημερινές επιλογές μας
είναι το αύριο που περιμένει εμάς και τα παιδιά μας,
που τα παρασέρνουμε στο δικό μας ανόητο όλεθρο
χωρίς να βάζουμε ένα τέλος στην τρελή πορεία μας στα παράδοξα
πλάσματα με νοημοσύνη και καρδιά
να σέρνουμε ατσαλένιες μπάλες μ αλυσίδες στα πόδια
ακολουθώντας αξίες που γίνανε πυξίδες χαλασμένες
και δείχνουνε μονάχα πρόσκαιρες απολαύσεις,
επιφανειακές μικροαλλαγές και ατελείωτες επαναλήψεις του ίδιου μοντέλου,
αυτού που μας ειπώθηκε
να αποφεύγουμε ότι μας πονά και να προσπαθούμε να επαναλάβουμε ότι μας ευχαριστεί,
έχοντας πάντα όπλο πολύτιμο την επιλεκτική μας ηθική και τις αποδοχές μας
ένα βάρβαρο θεριό τρέφουμε εντός μας,
μα τα θεριά όσο και να τα ταΐσεις πάντα πεινασμένα θα είναι και πάντα θεριά,
για να γίνει το θεριό άνθρωπος χρειάζεται όλα να τ απαρνηθεί,
όλα να τα πετάξει, να πεθάνει για ν αναστηθεί
να λυτρωθεί
μιας και η ζωή μας πιο πολύ με μια μακρά αναμονή θανάτου μοιάζει,
φοβόμαστε το θάνατο πιο πολύ από τις τύψεις που δεν ζήσαμε,
φοβόμαστε το θάνατο όλων όσων έχουμε επενδύσει ότι είμαστε,
μα θάνατος στην ουσία δεν υπάρχει,
αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος του θανάτου,
αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος,
εμείς είμαστε ο φόβος
γιατί ποτέ δεν γυμνωθήκαμε
γιατί ποτέ δεν νοιώσαμε λεύτεροι,
γιατί πάντα κουβαλούσαμε βάρη, εικόνες, προσδοκίες, ενοχές και πίστεις
Αργοπεθαίνουμε,
ζώντας μια ζωή δανεική,
μια ζωή φτιαγμένη από τα λόγια και τις υποδείξεις άλλων
αναζητούμε το δικό μας παραμύθι, με τους δικούς μας ήρωες,
την πλοκή και τους ρόλους,
γεννάμε συνεχώς όνειρα
μα τ όνειρο είναι μονάχα μια στιγμή, καπνός, δεν είναι ζωή αληθινή,
η ζωή είναι μάθηση, είναι δημιουργία και σχέσεις,
είναι επίγνωση
κι εμείς ονειρευόμαστε γιατί αυτό μας μάθανε,
να ονειρευόμαστε κι όχι να δημιουργούμε οράματα,
μας μάθανε να ζούμε και να υπομένουμε την κόλασή μας,
κι έπειτα να ονειρευόμαστε ότι κάπου υπάρχει και ο παράδεισος
που από ένστικτο λαχταράμε…
Αργοπεθαίνουμε,
μόνοι ανάμεσα σε δισεκατομμύρια γαλαξίες και αστέρια,
τ αστέρια που μας περιμένουνε, που είναι η πραγματική μας πατρίδα
Απορούμε συχνά πως γίνεται
και ο άνθρωπος δεν έχει καταφέρει ακόμα να συμφιλιωθεί και να συμβιώσει
αρμονικά με όλη αυτή τη φυσική ομορφιά που απλώνεται παντού γύρω του,
τη βιοποικιλία και τις θαυμαστές διαδικασίες της ζωής…
Λησμονούμε
ότι χρειάζεται πρώτα απ όλα ν αναγνωρίσουμε ότι είμαστε θεριά,
κι έπειτα ν αντιληφτούμε ξεκάθαρα πως για να γίνει το θεριό άνθρωπος
χρειάζεται να καλυφθούν όλες του οι βασικές ανάγκες,
ενέργεια, τροφή, νερό, στέγη, ασφάλεια, περίθαλψη…
να μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε όλα όσα έχει ανάγκη και υπάρχουν,
χωρίς περιορισμούς, χωρίς διακρίσεις, χωρίς ένα μέσο σαν το χρήμα
που γεννά τις αδικίες και τις ανισότητες…
…και τέλος για να γίνει ο άνθρωπος πλάσμα πολιτισμένο
χρειάζεται ν αναγνωρίσει και να αποδεχτεί την ισότητα, την ενότητα
και το Όλον της ύπαρξης…
ΠΗΓΗ http://pitsirikidotnet.gr/2015/11/%CF%ΚΝΤ./

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)