Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Θεοδόσης Π. Τάσιος- Ο Αριστοτέλης για την τεχνολογία

Ο Αριστοτέλης για την τεχνολογία

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  11/12/2011 05:45

Επειδή µέσα στο νέο Οραµα για µια αδανειακή Ανάπτυξη, η Τεχνολογία θα παίζει ρόλον κεντρικό, σκέφθηκα µήπως µπορούµε να ενισχύσοµε την τεχνικοφιλία των Νέων-µας, θυµίζοντας άλλη µιά φορά το πάθος των Αρχαίων Ελλήνων υπέρ της Τεχνολογίας. Λοιπόν, παρά την (αναχρονιστικώς) υποτιµητική χροιά της ρετσινιάς «ιδεαλιστής», ο Πλάτων φαίνεται να είναι φίλος προς την Τεχνολογία. Ενδεικτικώς θα αναφερθώ σε τρία µόνον περιστατικά: Πρώτον, όταν θαυµάζει τους Τεχνίτες στον Γοργία (503 Ε, 504 Α), «τους οικοδόµους, τους ναυπηγούς, τους άλλους πάντας δηµιουργούς, ως εις τάξιν, τινα έκαστος έκαστον τίθησιν ό άν τιθή, έως άν το άπαν συστήσηται τεταγµένον τε και κεκοσµηµένον πράγµα». ∆εύτερον, είναι χαρακτηριστικό το οτι δέν θαυµάζει τον Θαλήν ως Μαθηµατικόν, αλλα ως Μηχανικόν µεγάλων τεχνικών έργων: «Εργα σοφού ανδρός πολλαί επίνοιαι και ευµήχανοι εις τέχνας ώσπερ αύ Θάλεω του Μιλησίου» (Πολιτεία, 600 α). 

Και τρίτον, η επιµέλεια και η πληρότητα µε τις οποίες προβάλλει στον «Πρωταγόρα»-του την πεφωτισµένη εκδοχή του µύθου του Προµηθέως, συνιστούν άλλην µιά θετική ένδειξη της σηµασίας την οποία έδινε ο Πλάτων στην Τεχνολογία. 

Αν λοιπόν αυτά ισχύουν για τον Πλάτωνα, ευλόγως αναµένεται οτι ο ρεαλιστικότερος και εµπειρικότερος µαθητής-του θα βλέπει µε καθαρό µάτι την Τεχνολογία – χωρίς λ.χ. τις ιδιότυπες επιφυλάξεις του Ξενοφώντος για τους Τεχνίτες («Οικονοµικός», VI, 5). Πράγµατι, στην αριστοτελική Σχολή, άλλες ήσαν οι περι Τεχνολογίας κρατούσες αντιλήψεις, κι άλλο το συστηµατικό ενδιαφέρον για τις εφαρµοσµένες Επιστήµες. Απ’ αυτήν λοιπόν την άποψη, ο Αριστοτέλης είναι «πιό σύγχρονος» για τις σηµερινές-µας αντιλήψεις. Με µία διαφορά: Οτι εµείς δέν είµαστε επαρκώς αριστοτελικοί, κατα το γεγονός οτι µάλλον δέν δείχνοµε το ίδιο ενδιαφέρον για ολόκληρο το φάσµα του επιστητού, για την πραγµάτωση ενος όλο και διαφεύγοντος Ανθρωπισµού. 

Ο φιλάνθρωπος πραγµατισµός του Αριστοτέλους φαίνεται ήδη απ’ την πρώτη φράση του βιβλίου «Τα Μηχανικά»: «Θαυµάζεται όσα γίνεται δια τέχνην προς το συµφέρον τοις ανθρώποις» (847 α). Συµφέρον, διοτι αναγνωρίζεται οτι η Φύσις µπορεί να είναι αντιθετική προς τον Ανθρωπο. ∆ι’ ό και «τέχνης γάρ κρατούµεν, ών φύσει νικώµεθα!» (ένθ.αν.§21). (Εδώ επιχαίρω για την καραµπινάτη ανατροπή ενος σύγχρονου ακραίου συνθήµατος «η Φύση είναι ιερή» – συνθήµατος που αθελήτως αποενοχοποιεί τον καταστροφέα του Περιβάλλοντος, αφού του αµφισβητεί την ικανότητά-του και υποχρέωση ως µοναδικού όντος που παράγει Αξίες.) Αλλ’ ο Αριστοτέλης δέν αρκείται στο θαυµάζειν τ’ αποτελέσµατα της Τεχνολογίας: Ενδιαφέρεται και για την ιχνηλάτηση του τεχνολογικού ενεργήµατος. Και του αναγνωρίζει το στοιχείον της δηµιουργικότητας µπροστά στα δυσεπίλυταπροβλήµατα που πρέπει να λύσει: «Οταν ούν δέη τι παρα φύσιν πράξαι, δια το χαλεπόν α π ο ρ ί α ν παρέχει και δείται τέχνης – διό και καλούµεν της τέχνης το προς τας τοιαύτας απορίας βοηθούν “µηχανήν”» (ένθ.αν. §16-19). Εδώ, η ετυµολογία αποκαλύπτει θεµελιώδη συµβάµατα: «Μηχανή» ή (µάλλον, επι το δωρικότερον) «µαχανά» είναι το πέραν της Φύσεως ενισχυτικόν των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Απ’ το «δύναµαι» (το ιαπετικό mâgh, το γοτθικό mag ή το σλαβικό mog), θα πηγάσει το «µέσον», ο «τρόπος», το «επινόηµα» το µήχαρ (µήχος) κάποτε σήµαινε και το φάρµακο. Αν λοιπόν επιτρέπεται εδώ µια υπόθεση εργασίας, µπροστά στο αδιέξοδο της α-πορίας, ο άνθρωπος µηχανεύεται µια λύση (µια µηχανή), επιστρατεύοντας τη φαντασία του. Αλλα και στηριζόµενος στην Επιστήµη, λέει ο Αριστοτέλης: «
Εστι δε ταύτα [τα της τέχνης προβλήµατα] κοινά τών τε µαθηµατικών και των φυσικών» (847 a, 24-26). 

Εδώ, µάλιστα, συναντά τον ∆άσκαλό-του που διαβεβαίωνε οτι: «οίαν πασών Τεχνών άν τις Αριθµητικήν χωρίζει και Μετρητικήν και Στατικήν, φαύλον το καταλειπόµενον εκάστης άν γίγνοιτο» (Φίληβος, 55 Ε).
Η σταυρογονιµοποίηση Επιστήµης και Τεχνολογίας, άλλωστε, είχε αρχίσει απ’ τον 6ο π.Χ. αιώνα µε τη γεωµετρικοποίηση των µεγάλων υδραυλικών έργων (Θαλής, Ευπαλίνος), για να φθάσει στον 5ο αιώνα να διευκολύνεται η κατασκευή µουσικών οργάνων χάρις στη µαθηµατικοποίηση της Μουσικής (Αρχύτας) ή, τέλος, να έρθει το µέγα αντίδωρον της Τεχνολογίας προς την Επιστήµη: µε τον Μηχανισµό των Αντικυθήρων (τον πρώτο αναλογικό Υπολογιστή) κατα τον 2ο π.Χ. αιώνα. 

Η κορύφωση όµως της θέσεως του Αριστοτέλους εν σχέσει µε την Τεχνολογία εκφράζεται νοµίζω µε τη βασική πολιτική σκέψη που διατύπωσε στα Πολιτικά (1253 b, 34): «
Ει γάρ ηδύνατο έκαστον των οργάνων (κελευσθέν ή προαισθανόµενον) αποτελείν το αυτού έργον, ουδέν αν έδει ούτε τοις αρχιτέκτοσιν υπηρετών, ούτε τοις δεσπόταις δούλων»! ∆ηλονότι η απελευθέρωση του τλήµονος γένους των βροτών απ’ τον µόχθο, τον πόνο και την εκµετάλλευση θα επιτευχθεί µέσω της προχωρηµένης Τεχνολογίας των αυτοµάτων και των ροµπότ. Αυτήν την ευγενή Ουτοπίαν άλλωστε θα υιοθετήσει (δυό χιλιάδες χρόνια µετά τον Αριστοτέλη) και ο Campanella στην «Città del Sole» – όπως την υιοθέτησαν έκτοτε και ποικίλες κοινωνιστικές θεωρίες και καθεστώτα. Τα οποία όµως υπονοµεύθηκαν ενπολλοίς καί επειδή δέν µπόρεσαν να ακολουθήσουν ολόκληρη τη συνταγή του πλατωνικού Πρωταγόρα: Οπου αναγνωρίζονται µέν το κίνητρον της Ανάγκης (§321 c) και η εκ θεότητος δωρεά της «εντέχνου σοφίας, σύν πυρί» (321 d), καθώς και η λόγω Τεχνολογίας επακολουθήσασα «ευπορία του βίου» (322 a) – υπογραµµίζεται όµως και το γεγονός οτι τότε οι άνθρωποι «ηδίκουν αλλήλους και διεφθείροντο» (322 b)! 

Οπότε παρεµβαίνει ξανά η θεότητα, προσφέροντας το (ως απεδείχθη απαραίτητον) συµπλήρωµα της αρχικής δωρεάς – χαρίζοντας στους ανθρώπους «Αιδώ τε και ∆ίκην , επι πάντας» (322 c). 

Το µόνο κακό είναι που ετούτο το τελευταίο δώρηµα δέν είναι απευθείας αναλώσιµο, αλλα προϋποθέτει επίµονη µυητικήν αυτενέργεια – ιδίως στην περίπτωση λαών λεβέντικων και αξιοζήλευτων... 

Υστερόγραφο: Πάντως, για να ενισχύσοµε συστηµατικότερα την Τεχνικοφιλία των Νέων-µας (κόντρα στον υφέρποντα λογιοτατισµό και τον εφιππεύοντα οικονοµισµό), µήπως θα έπρεπε να διδάσκοµε στην Ιστορία των σχολείων-µας κι ενα κεφαλαιάκι για την ένδοξη ιστορία της αρχαίας ελληνικής Τεχνολογίας; Καιρός είναι. 


Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)